- Τσιριγώτης
- οθηλ. -ισσα ο κάτοικος του Τσιρίγου (των Κυθήρων) ή εκείνος που κατάγεται από αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Τσιριγώτης — ο, θηλ. Τσιριγώτισσα, Ν αυτός που κατοικεί στο Τσιρίγο, δηλαδή στα Κύθηρα, ή αυτός που κατάγεται από εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τσιρίγο + κατάλ. ώτης (πρβλ. Πειραι ώτης)] … Dictionary of Greek
Τσιριγώτης, Περικλής — (Κέρκυρα 1865 – Κάιρο 1924). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Νάπολη της Ιταλίας. Μετά τις σπουδές του πήγε στο Κάιρο, όπου έζησε έως τον θάνατό του. Δίδαξε ζωγραφική στην εκεί σχολή των Ιησουιτών. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με ηθογραφικά θέματα. Στην… … Dictionary of Greek
τσιριγώτικος — η, ο, Ν [Τσιριγώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Τσιρίγο, δηλαδή στα Κύθηρα, ή αυτός που προέρχεται από εκεί … Dictionary of Greek
Γιαννόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Πρόκριτος της Αμπελιώνας της Ολυμπίας και Φιλικός. Πολέμησε στις επιχειρήσεις της Καρύταινας, του Λάλα και της Τρίπολης, ως φροντιστής του στρατοπέδου. Πήρε επίσης μέρος στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης… … Dictionary of Greek
Πρακτικίδης, Ζαχαρίας — (1784 – 1845). Ιερομόναχος και διδάσκαλος από την Κρήτη. (Το πραγματικό επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Τσιριγώτης). Ο Π. διορίστηκε γραμματέας της Καγκελλαρίας Σφακίων (1821) αλλά σύντομα παραιτήθηκε και πήγε στο Ναύπλιο. Διετέλεσε παραστάτης… … Dictionary of Greek
Πρινέας, Κωνσταντίνος — (; – 1825). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Είναι γνωστός και με το όνομα Τσιριγώτης. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του ναυτικού στον μικρό στόλο που οργάνωσε ο Αλή Πασάς. Η έκρηξη της Επανάστασης βρήκε τον Π. στην Πάτρα, όπου πήγε με… … Dictionary of Greek